- αδιευκρίνητος
- ος , ον , αδιευκρίνιστός, η , ο1) неуточнённый, невыясненный; необъяснённый; 2) неясный, непонятный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀδιευκρίνητος — obscure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιευκρίνητος — η, ο (Α ἀδιευκρίνητος, ον) [διευκρινῶ] 1. αυτός που δεν διευκρινήθηκε ή δεν μπορεί να διευκρινηθεί 2. ο αδιασαφήνιστος, ασαφής, σκοτεινός … Dictionary of Greek
ἀδιευκρινήτως — ἀδιευκρίνητος obscure adverbial ἀδιευκρίνητος obscure masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιευκρίνητον — ἀδιευκρίνητος obscure masc/fem acc sg ἀδιευκρίνητος obscure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιευκρινήτους — ἀδιευκρίνητος obscure masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιευκρίνητα — ἀδιευκρίνητος obscure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιερεύνητος — η, ο (Α ἀδιερεύνητος, ον) [διερευνῶ] αυτός που δεν διερευνήθηκε ή δεν μπορεί να διερευνηθεί, να εξεταστεί, αδιευκρίνητος, ανεξερεύνητος, άγνωστος αρχ. (για πρόσωπα) ανεξέταστος … Dictionary of Greek
αδιευκρίνιστος — η, ο [διευκρινίζω] ο αδιευκρίνητος … Dictionary of Greek
αξεκαθάριστος — η, ο αδιευκρίνητος, ατακτοποίητος («λογαριασμός αξεκαθάριστος») … Dictionary of Greek